Ντίνο Καμπάνα, Ορφικά άσματα
isbn 978-618-250-016-3
κατηγορία: Ξένη Ποίηση
σελίδες 170
διαστάσεις 20,5 Χ 13 εκατοστά
![]()
Γνώρισα ορισμένους ποιητές, ημεδαπούς και ξένους. Δεν θα ισχυριστώ πως ήταν τεράστια μεγέθη, αλλά ήταν σίγουρα ανάμεσα στους μεγαλύτερους της εποχής εκείνης. Πλάι τους αισθανόμουν θαυμασμό, σεβασμό. Πλάι στον Καμπάνα, που δεν είχε καθόλου το ύφος ποιητή, πόσο μάλλον λογίου, αλλά ενός αγωγιάτη, πλάι στον Καμπάνα ένιωθες την ποίηση λες και ήταν ηλεκτροπληξία, μια ισχυρή εκρηκτική ύλη.
[...] Υπήρχε ένα διακριτικό σημάδι, μοιραίο και σαρκικό θα έλεγες, αυθεντική σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του. Εκείνες που αποκάλεσε «υπέρτατες συγκινήσεις της ζωής του» οδηγούσαν τον ρυθμό του σε χορωδιακό, λαϊκό βηματισμό. Και ιδιαίτερα στο τοπίο ο Καμπάνα εξυψώθηκε μέσα σε μια ιταλική ομορφιά, για την ακρίβεια τοσκανική, με αλλοτινό και σεβάσμιο γόητρο. Η σπασμωδική του ευαισθησία, του πλάνητος και καταδιωκόμενου, δεν του απέκλειε την επιδίωξη, εν μέρει την πορεία, προς μια κλασική μορφή ζωής και τέχνης, προς την ιδέα μιας ευτυχίας «μεσογειακής» όπως έλεγε – ιδέα που έμοιαζε να πνέει στις τυρρηνικές πόλεις του δικού μας 14ου αιώνα.
Κανείς δεν έμαθε πώς ο Καμπάνα, με την αστραπιαία κι εκτενή αποσπασματικότητα του στίχου και της ποιητικής πρόζας, αποδείχτηκε τόσο υπερβολικά μοντέρνος και ταυτόχρονα φυσικός, λαϊκός. Πέρασε σαν κομήτης. Πέρα από καθαρά μορφολογικούς λόγους, σε μια σφαίρα πιο αχανή και θερμή, η επιρροή του στους νέους υπήρξε ανυπολόγιστη, ακόμη δεν έχει σβήσει. Έδωσε ένα παράδειγμα ηρωικής πίστης στην ποίηση: ένα παράδειγμα ποίησης που κατατέθηκε πραγματικά με το αίμα.
Emilio Cecchi
***
Ο Ντίνο Καμπάνα γεννήθηκε το 1885 στο Μαράντι της Τοσκάνης. Διανύει μιαν ασταθή σχολική περίοδο, αλλάζοντας γυμνάσια και λύκεια, αποτυγχάνοντας στις κατατακτήριες εξετάσεις. Το 1903 σπουδάζει Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, στο τέλος του έτους ζητά μετεγγραφή για τη Φαρμακευτική Χημεία στη Φλωρεντία. Δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για τις σπουδές ώσπου τις εγκαταλείπει και αρχίζει τη μεγάλη φυγή. Τον Μάρτιο του 1906 από τη Γένοβα φθάνει στη Φλωρεντία και στέλνεται από την αστυνομία πίσω στο Μαράντι. Το καλοκαίρι διασχίζει τις Άλπεις, φθάνει στην Ελβετία και στη Γαλλία. Η ανισόρροπη συμπεριφορά και η ροπή περιπλάνησης οδηγούν τους γονείς του να τον κλείσουν στο φρενοκομείο της Ίμολα. Τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα σε ψυχιατρεία και συλλήψεις, περιπλανιέται ασταμάτητα στη μισή Ιταλία. Στα τέλη του 1907 φεύγει για το Μπουένος Άιρες και μάλλον επιστρέφει στις αρχές του 1909. Τότε εισάγεται στο φρενοκομείο Σαν Σάλβι της Φλωρεντίας. Τον Φεβρουάριο του 1910 βρίσκεται στο Άσυλο Φρενοβλαβών στην Τουρναί του Βελγίου. Λίγους μήνες μετά επαναπατρίζεται. Το 1912 επιστρέφει στην Μπολόνια για να συνεχίσει τις σπουδές, αλλά σύντομα φεύγει για τη Γένοβα. Ακολουθεί μια περίοδος με αλλεπάλληλες συλλήψεις σε διάφορες πόλεις. Τον Δεκέμβριο του 1913 παραδίδει στους Παπίνι και Σόφιτσι, διευθυντές του περιοδικού Lacerba στη Φλωρεντία, το μοναδικό χειρόγραφο του έργου του Il più lungo giorno. Αυτό χάνεται σε μια μετακόμιση, ο Καμπάνα το ζητά επίμονα και, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση, το ξαναγράφει με νέα μορφή και τίτλο Canti Orfici. Το καλοκαίρι του 1914, τυπώνει το βιβλίο στο Μαράντι. Τον Γενάρη του 1918 στέλνεται πάλι στο φρενοκομείο του Σαν Σάλβι και λίγο αργότερα κλείνεται οριστικά στο θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων του Καστέλ Πούλτσι. Μένει έγκλειστος χωρίς να ξαναγράψει, και πεθαίνει το 1932.